κεντέα

κεντέα
κεντέα, ἡ (Μ)
βελονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεντῶ + κατάλ. -έα (πρβλ. κεφαλαρ-έα, φωλ-έα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”